- χέω
- και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ(σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω(μσν.- αρχ.) (το μέσ.) χέομαια) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχέςβ) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου χυθέντος», Γρηγ. Ναζ.)γ) μτφ. είμαι ασυγκράτητος («γέλως κεχυμένος», Ιωάνν. Χρυσ.)αρχ.1. (σχετικά με μέταλλο) τήκω, λειώνω («καὶ χεῑ αὐτοὺς ὡς τὸ ἀργύριον...», ΠΔ)2. (σχετικά με ορειχάλκινα αγάλματα) κατασκευάζω3. σκορπίζω, διασκορπίζω (α. «φύλλα τὰ μὲν ἄνεμος χαμάδις χέει», Ομ. Ιλ.β. «ἑλὼν κόνιν αἰθαλόεσσαν χεύατο κἀκ κεφαλῆς», Ομ. Ιλ.)4. αφήνω να πέσει καταγής, ρίχνω κάτω («ἤριπε δ' ἐξ ὀχέων, κατὰ δ' ἡνία χεῡεν ἔραζε», Ομ. Ιλ.)5. (σχετικά με χώμα) επισωρεύω, σχηματίζω σωρό («θανόντι χυτὴν ἐπὶ γαῑαν ἔχευαν», Ομ. Οδ.)6. (για δένδρα) αφήνω τους άφθονους καρπούς να κρέμονται προς τα κάτω («δένδρα δ' ὑψιπέτηλα κατὰ κρῆθεν χέε καρπόν», Ομ. Οδ.)7. (σχετικά με βέλη και δόρατα) εκτοξεύω σαν βροχή, ρίχνω βροχηδόν («Τρῶες δ' ἐπὶ δούρατ' ἔχευαν ὀξέα», Ομ. Ιλ.)8. (σχετικά με φωνή ή άλλους ήχους) εκχέω, αφήνω να βγει, σκορπίζω («ἐπὶ θρῆνον τε πολύφαμον ἔχεαν», Πίνδ.)9. (σχετικά με καθετί που καλύπτει τα μάτια και εμποδίζει την όραση) εκπέμπω άφθονα, απλώνω (α. «κατ' ὀφθαλμῶν χέεν ἀχλύν», Ομ. Ιλ.β. «ἀμφὶ δὲ oἱ θάνατος χύτο θυμορραϊστής», Ομ. Ιλ.)10. (το μέσ. και παθ.) α) ρέωβ) (για αίμα) στάζωγ) διαλύομαι, ρευστοποιούμαιδ) πέφτω προς τα κάτω, είμαι χυτός προς τα κάτω («πλόκαμος... γένος παρ' αὑτὴν κεχυμένην», Ευρ.)ε) συγκεντρώνομαι στο ίδιο μέρος, συσσωρεύομαιστ) συρρέω, συνωστίζομαι στο ίδιο μέροςζ) εξορμώ μαζί με άλλους, χυμώ («Μυρμιδόνες... ἐκ νηῶν ἐχέοντο», Ομ. Ιλ.)η) αγκαλιάζω («ἀμφ* αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε», Ομ. Οδ.)θ) είμαι παραδομένος σε κάτι, ευχαριστιέμαι πολύ με κάτι («ἐρωτικὸς ὤν καὶ ἐς τὰ ἀφροδίσια κεχυμένος», Λουκιαν.)ι) (για χώρα) εκτείνομαι, απλώνομαι11. φρ. α) «χέει ὕδωρ [ή χέει χιόνα] Ζεύς» — ρίχνει βροχή [ή χιόνι] ο Ζευς (Ομ. Ιλ. και Ευρ.)β) «κεχυμένα ἄσματα» — άσματα χωρίς ρυθμό (Αριστείδ. Κ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χέω (< *χεFω) ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ghew- «χύνω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. ju-ho-ti «χύνω στη φωτιά, θυσιάζω» (τ. σχηματισμένος με αναδιπλασιασμό), λατ. fundo «χύνω», γοτθ. giutan «χύνω», γερμ. gie?en «χύνω», (τ. που ανάγονται σε μορφή *gheu-d- τής ρίζας με επέκταση *-d-), αρχ. ισλανδ. gjosa «ραντίζω» (< *gheu-s- με παρέκταση *-s-). Από τους τ. τής οικογένειας τού χέω, εμφανίζουν την απαθή βαθμίδα *ghew- το ουδ. χεῦ-μα (πρβλ. αρχ. ινδ. ho-man- «σπονδή» και πιθ. τον φρυγικό τ. ζευμαντὴν πηγήν), ο υστερογενής ενεστ. χεύω καθώς και ο ομηρ. τ. αορ. ἔ-χευ-α (πιθ. από έναν αρχικό αθέματο ενεστ. *χεῦμι, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον τ. χέω). Ο μεγάλος αριθμός, ωστόσο, τών παρ. τού ρ. έχει σχηματιστεί είτε από την ετεροιωμένη βαθμίδα *ghow- / *χο-F- (πρβλ. χοή, χόανος, τα σύνθ. σε -χοος— τα οποία απαντούν ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή -kowo, πρβλ. sito-kowo— κ.λπ.) είτε από τη μηδενισμένη βαθμίδα *ghŭ- / χυ- (πρβλ. χυτός, χύσις, χυλός κ.ά., καθώς και ορισμένους τ. τού ρ.: παθ. αόρ. ἐ-χύ-θην, μέσ. παρακμ. κέ-χυ-μαι). Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιείται κυρίως ο τ. χύνω*.ΠΑΡ. χοάνη, χοή, χύδην, χύμα, χύση, χυτήρ(ας), χύτης, χυτός, χύτρααρχ.χόανος, χυτικός, χύτλον, χύτροςαρχ.-μσν.χεῦμα, χόος/χοῦς.ΣΥΝΘ. (Β συνθετικό) αποχέω / -χύνω, διαχέω, εγχέω, εκχέω / -χύνω, επιχέω / -χύνω, περιχέω / -χύνω, συγχέωαρχ.αμφιχέω, αναχέω, αντεγχέω, αποχέω, διασυγχέω, εγκαταχέω, εισχέω, εκπροχέω, εξαποχέω, επαναχέω, επεγχέω, επεισχέω, επεκχέω, επικαταχέω, επιπροχέω, επισυγχέω, καταδιαχέω, καταπροχέω, καταχέω, μεταχέω, μετακαταχέω, μετεγχέω, παρασυγχέω, παραχέω, παρεγχέω, παρεισχέω, παρεκχέω, παρεπιχέω, περικαταχέω, περιχέω, προεκχέω, προεπιχέω, προκαταχέω, προσεγχέω, προσεπιχέω, προσκαταχέω, προσυγχέω, προσχέω, προϋποχέω, προχέω, συμπροχέω, συναναχέω, συναποχέω, συνδιαχέω, συνεκχέω, υπεγχέω, υπεκχέω, υπερεκχέω, υποκαταχέω, υποπροχέω, υποσυγχέω, υποχέωνεοελλ.ξεχύνω, παραχύνω].
Dictionary of Greek. 2013.